Οι γονείς της Γουένια χώρισαν όταν εκείνη ήταν δύο ετών και κατόπιν έζησε με τον πατέρα και τη μητριά της. Η μητριά της δεν μπορούσε να την αντέξει και πάντα μάλωνε με τον πατέρα της. Αυτός δεν είχε άλλη επιλογή - έπρεπε να στείλει τη Γουένια στο σπίτι της μητέρας της - αλλά η μητέρα της ήταν πλήρως επικεντρωμένη στο να διοικεί την επιχείρησή της και δεν είχε χρόνο να φροντίσει τη Γουένια. Έτσι, εκείνη συχνά πηγαινοερχόταν σε σπίτια συγγενών και φίλων που φρόντιζαν για την ανατροφή της. Μετά από πολλά χρόνια τέτοιας ανατροφής, η νεαρή Γουένια ένιωθε μόνη κι αβοήθητη και λαχταρούσε τη ζεστασιά ενός σπιτιού. Μόνο όταν ο πατέρας και η μητριά της χώρισαν επέστρεψε κοντά στον πατέρα της κι από τότε, είχε ένα σπίτι, κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει...